κουρέλι, το, ουσ. [<σπάνιο κουρέλλιον, υποκορ. του κούρελλον <λατιν. corellum <coriellum, υποκορ. του corium]. 1. φθαρμένο ρούχο ή κομμάτι από παλιό ύφασμα ή ρούχο: «τι κουρέλι είναι αυτό που φοράς! || πάρε αυτό το κουρέλι για ξεσκονόπανο». (Λαϊκό τραγούδι: η γυναίκα θα μένει ίδια, ή με βελούδα ή με στολίδια ή με κουρέλια είναι ντυμένη, γυναίκα είναι, γυναίκα μένει // φτωχολογιά, στον πόνο σου ποτέ σου δε δειλιάζεις, και τα κουρέλια που φορείς με γέλιο τα σκεπάζεις). 2. το ψυχικό ή σωματικό ράκος: «μην του λες το παραμικρό, γιατί τη στιγμή αυτή είναι κουρέλι». (Λαϊκό τραγούδι: κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου, κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα).3. ο εξευτελισμένος, ο τιποτένιος: «έχασε την εκτίμηση όλων, γιατί κάνει παρέα μ’ ένα κουρέλι». (Λαϊκό τραγούδι: με απορία με κοιτούν τη νύχτα οι διαβάτες, που σαν κουρέλι περπατώ στις έρημες τις στράτες). Υποκορ. κουρελάκι, το·
- γίνομαι κουρέλι, α. γίνομαι ψυχικό ή σωματικό ερείπιο «κάθε φορά που θυμάται τον άδικο θάνατο του πατέρα του, γίνεται κουρέλι || πατάει σκληρή δουλειά και κάθε μέρα γίνεται κουρέλι απ’ την κούραση». Συνών. γίνομαι ράκος. β. εξευτελίζομαι: «δεν μπορεί να καταλάβει ότι γίνεται κουρέλι, όταν κάνει παρέα μ’ αυτόν τον παλιάνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ο μάγκας τη σειρά μου ένα σπίτι, πέντε φίλους, τη δουλειά μου κι έχω γίνει ένα κουρέλι που ο άνεμος το σέρνει όπου θέλει
- έγιναν τα νεύρα μου κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι κουρέλι, είμαι ψυχικό ή σωματικό ερείπιο: «μετά το θάνατο του πατέρα μου, για μεγάλο χρονικό διάστημα ήμουν κουρέλι || έκανα μονάχος μου τη μετακόμιση στο νέο σπίτι κι είμαι κουρέλι». (Λαϊκό τραγούδι: τη μαύρη μου κατάντια όποιος ξέρει, τη μάνα μου ποτέ να μην το πει, αν μάθει ότι είμαι ένα κουρέλι, η δόλια θα πεθάνει από ντροπή). Συνών. είμαι ράκος·
- κάνω κουρέλι, (για πράγματα) φθείρω εντελώς κάτι: «έκανες κουρέλι τα ρούχα σου || έκανες κουρέλι το βιβλίο»· βλ. και φρ. τον κάνω κουρέλι·
- μου ’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
- τον κάνω κουρέλι, α. τον κάνω ψυχικό ή σωματικό ερείπιο, τον κάνω ψυχικό ή σωματικό ράκος: «ο θάνατος του πατέρα του τον έκανε κουρέλι || τον φόρτωσε με τόση δουλειά, που στο τέλος τον έκανε κουρέλι απ’ την κούραση». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει θέλει θέλει ψεύτικε ντουνιά, μ’ έκανες κουρέλι δε σε θέλω πια). Συνών. τον κάνω ράκος. β.τον εξευτελίζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και τον έκανε κουρέλι». γ. τον κατατροπώνω, ιδίως σε κάποιο παιχνίδι: «παίξαμε τάβλι και τον έκανα κουρέλι || έπαιξε τόσο καλά η ομάδα μας, που τους έκανε κουρέλι τους αντιπάλους μας».